Η ιστορία του κικ μπόξινγκ ξεκινά από τις δεκαετίες 1960 και 1970 στις ΗΠΑ, από τις πρώτες αναμετρήσεις καράτε πλήρους επαφής, ενώ ο όρος «κικ μποξινγκ» μάλλον δημιουργήθηκε από έναν ιάπωνα διοργανωτή αγώνων, ο οποίος τη δεκαετία του 1950 ήθελε να μεταφέρει στη χώρα του τους αγώνες μούι τάι που είχε δει στην Ταϊλάνδη. Σε κάθε περίπτωση, το άθλημα εξαπλώθηκε σε όλον τον κόσμο, ανεξαρτήτως των υπολοίπων μαχητικών παραδόσεων κάθε χώρας και ακόμα και σήμερα διατηρεί ένα μεγάλο μέρος της δημοτικότητας που γνώρισε την εποχή εκείνη και να προσελκύει πολυάριθμους ενδιαφερόμενους στα γυμναστήριά του.
Όπως λέει και η ονομασία του, το κικ μπόξινγκ περιλαμβάνει τεχνικές της κλασικής πυγμαχίας καθώς και λακτίσματα –το εύρος των χτυπημάτων και των λακτισμάτων καθορίζεται από τους κανόνες της εκάστοτε ομοσπονδίας και της εκάστοτε διοργάνωσης. Τόσο στην εξάσκηση όσο και στους αγώνες, οι αθλητές φορούν προστατευτικό εξοπλισμό και το ζητούμενο είναι, όπως και στην πυγμαχία, η συγκέντρωση πόντων ή η εξουδετέρωση του αντιπάλου με νοκ-άουτ ή νοκ-ντάουν. Αν και πρόκειται σαφώς για άθλημα και, συνεπώς, προκαλεί το ενδιαφέρον νεώτερων ασκούμενων που διαβλέπουν και την πιθανότητα συμμετοχής σε κάποια αγωνιστική διοργάνωση, δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιλέγουν να εγγραφούν σε ένα γυμναστήριο κικ μπόξινγκ προσβλέποντας στην εκμάθησή μιας μεθόδου αυτοάμυνας· το σκεπτικό στις περιπτώσεις αυτές είναι ότι η αποτελεσματικότητα του αθλήματος αποδεικνύεται στους αγώνες (εντός και εκτός γυμναστηρίου) και, άρα, είναι πιο ρεαλιστικό από μια πολεμική τέχνη που εξαντλείται στη «θεωρία». Με τον έναν τρόπο ή τον άλλον πάντως, το κικ μπόξινγκ έχει καταφέρει να βρει τη θέση του στο παγκόσμιο στερέωμα των μαχητικών αθλημάτων και παραμένει ψηλά στην προτίμηση πολλών ασκούμενων.